Ἀνδρόκλου

Ἀνδρόκλου
Ἄνδροκλος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ανδροκλείδες — Όνομα δύο αρχαίων ελληνικών οικογενειών. 1. Οικογένεια με σημαντική δύναμη στην αρχαία Μεσσηνία. Τάχθηκε με το μέρος των Σπαρτιατών στον Α’ Μεσσηνιακό πόλεμο. Πιστεύεταιότι ήταν απόγονοι των πρώτων Δωριέων που εγκαταστάθηκαν στη Μεσσηνία και για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”